θρῖξ, τριχός

θρῖξ, τριχός
+ N 3 22-8-2-11-7=50 Ex 25,4; 35,6.26; 36,10(39,3); Lv 13,3
mostly of the head: a single hair Prv 23,7; hair (coll. sg.) Lv 13,3; thread Ex 36,10(39,3); αἱ τρίχες the hairs of a ram, wool Nm 6,18
τρίχες αἰγείαι goats’ hair Ex 25,4; αἱ τρίχες τῶν ποδῶν hairs of the feet Is 7,20; πρὸς τρίχα by a hair’s breadth, exactly JgsB 20,16
*Prv 23,7 τρίχα hair-ערשׂ for MT ערשׁ estimate?
Cf. LE BOULLUEC 1989 353(Ex 36,10);
[*] ЧCKANE 1970 384-385(Prv 23,7)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θριξ — θρίξ, γεν. τριχός, ἡ (ΑΜ) η τρίχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρίχα] …   Dictionary of Greek

  • τριχός — θρίξ hair fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρινόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει κοκκινωπά μαλλιά, ο κοκκινομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύρινος (Ι) + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. μελανό θριξ, πυρρό θριξ] …   Dictionary of Greek

  • φοινικόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει πορφυρές τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό θριξ, χρυσό θριξ] …   Dictionary of Greek

  • φριξόθριξ — τριχος, ο, η, ΝΜΑ (λόγιος τ.) αυτός που έχει σηκωμένες τρίχες («το παν βλέπει με όψιν αγρίου / την φριξότριχα κόμην κινών», Ζαλοκ.) αρχ. αυτός που κάνει τις τρίχες να σηκωθούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • φυκόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α καλυμμένος με πολλά φύκη («φυκότριχος πέτρης», Μάτρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό θριξ, σταχυό θριξ] …   Dictionary of Greek

  • παχύθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει χοντρές τρίχες 2. αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + θριξ, τριχος (< θρίξ), πρβλ. καλλί θριξ] …   Dictionary of Greek

  • πολιόθριξ — τριχος, β, ή, ΜΑ αυτός που έχει ψαρές τρίχες στο κεφάλι του, γκριζομάλλης («προμάντεις ἱέρειαι πολιότριχες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό θριξ] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) χρυσομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. πυκνό θριξ] …   Dictionary of Greek

  • ψαφαρόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α (για ζώο) αυτός που έχει τραχύ τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαφαρός + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. κυανό θριξ] …   Dictionary of Greek

  • ωμόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τραχιά, ἄγρια τρίχα («χέλυδρος πυρσὸν ὠμόθριξ βαρὺν... φλέξας», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. κυανό θριξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”