θριξ — θρίξ, γεν. τριχός, ἡ (ΑΜ) η τρίχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρίχα] … Dictionary of Greek
τριχός — θρίξ hair fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρινόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει κοκκινωπά μαλλιά, ο κοκκινομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύρινος (Ι) + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. μελανό θριξ, πυρρό θριξ] … Dictionary of Greek
φοινικόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει πορφυρές τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό θριξ, χρυσό θριξ] … Dictionary of Greek
φριξόθριξ — τριχος, ο, η, ΝΜΑ (λόγιος τ.) αυτός που έχει σηκωμένες τρίχες («το παν βλέπει με όψιν αγρίου / την φριξότριχα κόμην κινών», Ζαλοκ.) αρχ. αυτός που κάνει τις τρίχες να σηκωθούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ.… … Dictionary of Greek
φυκόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α καλυμμένος με πολλά φύκη («φυκότριχος πέτρης», Μάτρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό θριξ, σταχυό θριξ] … Dictionary of Greek
παχύθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει χοντρές τρίχες 2. αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + θριξ, τριχος (< θρίξ), πρβλ. καλλί θριξ] … Dictionary of Greek
πολιόθριξ — τριχος, β, ή, ΜΑ αυτός που έχει ψαρές τρίχες στο κεφάλι του, γκριζομάλλης («προμάντεις ἱέρειαι πολιότριχες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό θριξ] … Dictionary of Greek
χρυσόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) χρυσομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. πυκνό θριξ] … Dictionary of Greek
ψαφαρόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α (για ζώο) αυτός που έχει τραχύ τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαφαρός + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. κυανό θριξ] … Dictionary of Greek
ωμόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τραχιά, ἄγρια τρίχα («χέλυδρος πυρσὸν ὠμόθριξ βαρὺν... φλέξας», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. κυανό θριξ] … Dictionary of Greek